Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

είμαι ίσος

  • 1 равняться

    равняться 1) ισοδυναμώ 2) (быть сравнимым) είμαι ίσος
    * * *
    2) ( быть сравнимым) είμαι ίσος

    Русско-греческий словарь > равняться

  • 2 равный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно
    ίσος, όμοιος•

    -ые силы ίσες δυνάμεις•

    -ой длины, ширины, толщины ίσου μήκους, πλάτους, πάχους•

    быть равный кому-л., в чем-л. είμαι ίσος με κάποιον, σε κάτι• ισούμαι•

    ему нет равного είναι ασύγκριτος, απαράμιλλος•

    -ым образом εξ ίσου, όμοια•

    на -ых основаниях σε ίδια βάση, ίσος προς ίσον•

    относиться как к -ому, обращаться с кем как с -ым σχετίζομαι, συμπεριφέρνομαι ίσος προς ίσον•

    у них -ые способности αυτοί έχουν τις ίδιες ικανότητες.

    Большой русско-греческий словарь > равный

  • 3 равн'ый

    равн|'ый
    прил ίσος, ὀμοιος:
    \равн'ыйые права ἰσα δικαιώματα· \равн'ыйым образом ἐπίσης, ὁμοίως· на \равн'ыйых основаниях μέ ἰσα δικαιώματα· быть \равн'ыйым кому́-л. εἶμαι ίσος μέ κάποιον, ΐσοῦμαι προς· ему́ нет \равн'ыйых радεἶναι ἀπαράμιλλος· относиться как к \равн'ыйому φέρομαι σάν ίσος προς ἰσον.

    Русско-новогреческий словарь > равн'ый

  • 4 равияться

    равия||ться
    1. (с кем-л.) εἶμαι ίσος, ίσοῦμαι:
    никто не может с ним \равиятьсяться κανένας δέν μπορεί νά τόν φθάσει· \равиятьсяться силами ἀναμετρώ τίς δυνάμεις (μου)·
    2. воен. ζυγίζομαι, ζυγώ, ζυ-γοῦμαι:
    \равиятьсяйсь! ζυγεΐτε!
    3. (о числах) ἰσοδυναμώ, (έξ)ισοθμαι:
    шесть и четыре \равиятьсяется десяти ἐξ καί τέσσερα ἰσον δέκα.

    Русско-новогреческий словарь > равияться

  • 5 нога

    θ.
    πόδι•

    болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•

    стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•

    тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•

    передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•

    μτφ. στήριγμα•

    -и стола τα πόδια του τραπεζιού.

    εκφρ.
    без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•
    в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•
    к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•
    на -ах – στα πόδια•
    уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•
    перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•
    деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•
    нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•
    взять -у – παίρνω βήμα•
    дать -у – δίνω βήμα•
    быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•
    быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•
    поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•
    еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•
    идти ή шагать (нога) в -уκυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•
    кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•
    стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•
    слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•
    поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•
    стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•
    стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•
    хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•
    вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•
    валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•
    валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•
    на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•
    встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•
    ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•
    со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•
    давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•
    левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•
    одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•
    откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•
    нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•
    чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί).

    Большой русско-греческий словарь > нога

См. также в других словарях:

  • εξισάζω — ἐξισάζω (AM) 1. ισιώνω 2. μέσ. θεωρώ τον εαυτό μου ίσο με κάποιον μσν. φέρνω ισορροπία αρχ. 1. είμαι ίσος 2. παθ. ἐξισάζομαι κρίνομαι, είμαι ίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ισάζω «εξισώ» (< ίσος)] …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • εξισώνω — (AM έξισῶ, όω) 1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο («καὶ τὸν λόγον ἐξισῶσαι τοῑς τηλοικούτοις ἔργοις», Διόδ. Σικ.) 2. έρχομαι στην ίδια κατάσταση με κάποιον άλλο («ὅκως ἄν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικόν», Ηρόδ.) 3. παθ. είμαι εφάμιλλος, έχω την ίδια …   Dictionary of Greek

  • δύναμαι — (AM δύναμαι) 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.) 2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ») 3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη… …   Dictionary of Greek

  • ισοτερίζω — ἰσοτερίζω (Μ) είμαι ίσος με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσό τερος, συγκρ. βαθμ. τού ἴσος + κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

  • ισαριθμώ — ἰσαριθμῶ, έω (Μ) [ισάριθμος] είμαι ισάριθμος, είμαι ίσος κατά τον αριθμό («στρατόν ἰσαριθμοῡντα ψάμμῳ τῇ θαλασσίᾳ»«, Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

  • ισοδυναμώ — (ΑΜ ἰσοδυναμῶ, έω) [ισοδύναμος] είμαι ίσος ή ισοδύναμος με κάποιον, έχω την ίδια δύναμη ή ισχύ ή αξία ή σημασία με κάποιον άλλο, αντιστοιχώ (α. «η απάντησή σου ισοδυναμεί με άρνηση» β. «τὸ ψεῡδος ἰσοδυναμεῑ πρὸς τὴν ἀλήθειαν», Πολ.) αρχ. (για… …   Dictionary of Greek

  • συμμηκίζομαι — Μ έχω το ίδιο μήκος, είμαι ίσος με άλλον ως προς το μήκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μηκίζω «επιμηκύνω, εκτείνω» (< μῆκος)] …   Dictionary of Greek

  • συνεκτείνω — Α [ἐκτείνω] 1. ρίχνω κάτι καταγής δίπλα σε κάτι άλλο («συνεξέτεινεν αὐτῷ [ενν. τῷ Ἄρει] τὴν Ἀφροδίτην», Ηράκλειτ.) 2. εκτείνω κάτι παράλληλα προς κάτι άλλο 3. μέσ. συνεκτείνομαι εκτείνομαι παράλληλα προς κάτι, είμαι ίσος με κάτι …   Dictionary of Greek

  • συνεξανύω — και συνεξανύτω Α 1. φέρνω εις πέρας, αποπερατώνω, τελειώνω 2. συμβάλλω στην εκτέλεση κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾱσθαι καὶ συνεξανύτειν», Πλούτ.) 3. διατρέχω το ίδιο διάστημα με κάποιον, είμαι ίσος… …   Dictionary of Greek

  • συνεξισάζω — Α συνεξισῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξισάζω «είμαι ίσος, εξισώνω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»